- δικέλλι
- το (Μ δικέλλιον και δικέλλιν)βλ. δίκελλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού αρχ. ουσ. δίκελλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικέλλι — το η δικέλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκελλα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 288 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρουπόλεως του νομού Έβρου. Βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική ακτή του νομού, 19 χλμ. Δ της πόλης της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλεξανδρουπόλεως. * * * και… … Dictionary of Greek
δικελλευτής — δικελλευτής, ο (AM) αυτός που σκάβει με το δικέλλι, ο σκαφτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. για το δικελλίτης*] … Dictionary of Greek
μάδισος — μάδισος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δίκελλα», δικέλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. μαδίζω + επίθημα σος (πρβλ. ταμεῖν: Τάμισος, μεθύω: μέθυσος)] … Dictionary of Greek
μαδιβός — μαδιβός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάδισος»*, δικέλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μάδισος* με επίθημα βος (πρβλ. κόττα βος, σίττυ βος)) … Dictionary of Greek
σμινύη — ή Α δικέλλι, τσάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *smei «σμιλεύω» και εμφανίζει επίθημα νυ (πρβλ. λιγ νύ ς) και κατάλ. η / ᾱ (πρβλ. οστρύ η, σιπύ η). Το ι τού τ. σμινύη είναι βραχύ, γεγονός που διευκολύνει την αναγωγή τής λ … Dictionary of Greek